συχωριανός

συχωριανός
ο , συχωριανή η односельчанин, -ка, земля|к, -чка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συχωριανός" в других словарях:

  • συχωριανός — ή, ό, Ν βλ. συγχωριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωριανός] …   Dictionary of Greek

  • συχωριανός — ο θηλ. συχωριανή αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγχωριανός — και συχωριανός ή, ό, Ν αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, χωριανός, συντοπίτης …   Dictionary of Greek

  • συγχωριανός — ή, ό βλ. συχωριανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριανός — ή, ό αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, συχωριανός: Με τον Παύλο είμαστε χωριανοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»